- τιτανωτός
- -ή, -όν, Α [τίτανος]επιχρισμένος με τίτανο, με ασβέστη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιτανωτή — τιτανωτός whitened fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτανόχριστος — ον, Μ τιτανωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτανος «γύψος» + χριστός (< χρίω), πρβλ. λευκό χριστος] … Dictionary of Greek